νομέας — νομέᾱς , νομέης masc acc pl νομέᾱς , νομέης masc nom sg (attic epic doric aeolic) νομέᾱς , νομεύς herdsman masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νομή — (Νομ.). Η κατοχή (φυσική εξουσίαση) του πράγματος όταν συντρέχει με τη θέληση του εξουσιάζοντος να έχει το πράγμα αυτό δικό του. Οι δύο αυτές προϋποθέσεις είναι απαραίτητες και αποτελούν το σωματικό (corpus) και το πνευματικό (animus) στοιχείο… … Dictionary of Greek
πλοίο — Με τον όρο αυτό υποδηλώνεται γενικά κάθε αυτοκινούμενο πλωτό μέσο, που έχει διαστάσεις μεγαλύτερες από της λέμβου και προορίζεται για εμπορικούς (κυρίως μεταφορά εμπορευμάτων και επιβατών), πολεμικούς (επιφανειακές και υποβρύχιες πολεμικές… … Dictionary of Greek
ευθύνη — (Νομ.). Ο όρος σημαίνει τη κατάσταση στην οποία βρίσκεται ένα άτομο που παραβίασε μια συμβατική υποχρέωση ή προκάλεσε ζημία με κάποια πράξη ή παράλειψή του αντίθετη είτε στον νόμο είτε στα ιδιαίτερα καθήκοντά του. Η έννοια της ε. έχει διάφορες… … Dictionary of Greek
ισχίο — το (ΑΜ ἰσχίον) το τμήμα τού σώματος στο οποίο συνδέεται το κάτω άκρο με τη λεκάνη, γοφός νεοελλ. 1. ζωολ. το μεσαίο τμήμα τού αρθρωτού άκρου τών εντόμων το οποίο αρθρώνεται με τον θώρακα και με τον τροχαντήρα 2. ναυτ. το τμήμα τού σκάφους από την … Dictionary of Greek
κάρπωση — Η χρήση και η απόκτηση των προϊόντων που παράγει ένα αστικό ακίνητο, δηλαδή η είσπραξη των μισθωμάτων ή η ιδιοκατοίκηση καθώς και η άντληση υλικών οφελών από τα προϊόντα αγρών. Στην περίπτωση της νομής δημιουργείται εκ των πραγμάτων δικαίωμα κ.… … Dictionary of Greek
κούτσα — (I) η (Μ κούτσα) νεοελλ. 1. η ιδιότητα τού κουτσού, η κουτσαμάρα, η χωλότητα 2. ναυτ. κοινή ονομασία τής οξείας έδρας τού νομέα τών ξύλινων πλοίων 3. ναυτ. το κάτω μέρος τού επιδρόμου, η γνάθος 4. ναυτ. ο άντλος, το θαλάσσιο νερό που εισρέει στο… … Dictionary of Greek
νομευτικός — ή, ό (Α νομευτικός, ή, όν) [νομεύω] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον νομέα, στον ποιμένα, ποιμενικός νεοελλ. κατάλληλος για βοσκή («νομευτικά φυτά») αρχ. 1. έμπειρος στη βοσκή 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ νομευτική η τέχνη να βόσκει κάποιος … Dictionary of Greek
Αδριάνειο δόγμα — (Missio Hadriana).Διάταξη στο ρωμαϊκό δίκαιο. Σύμφωνα με αυτή ο κληρονόμος μπορούσε να ζητήσει την προσωρινή νομή της κληρονομιάς, παρουσιάζοντας μια εξωτερικά ανεπίληπτη διαθήκη που τον καθιστούσε κληρονόμο. Σύμφωνα με τον Αστικό Κώδικα (άρ.… … Dictionary of Greek